μετωπικός

μετωπικός
-ή, -ό (Α μετωπικός, -ή, -όν) [μέτωπον]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, μετωπιαίος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο, στην πρώτη γραμμή τής στρατιωτικής παράταξης («μετωπικά πυρά»)
2. αυτός που γίνεται κατά μέτωπο (α. «μετωπική επίθεση» β. «μετωπική σύγκρουση»)
3. φρ. α) «μετωπική επιφάνεια»
φυσ. το εμβαδόν τής μέγιστης διατομής που παρουσιάζει ένα σώμα όταν κινείται σε ρεύμα ενός ρευστού και η οποία προσδιορίζεται σε διεύθυνση κάθετη προς τη ροή τού ρεύματος
β) «μετωπικό σημείο»
ανθρωπολ. το μετώπιον*.
επίρρ...
μετωπικώς και -ά
κατά μέτωπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετωπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέτωπο, ο μετωπιαίος: Μετωπικά οστά. 2. αυτός που αναφέρεται στο στρατιωτικό μέτωπο: Μετωπικά πυρά. 3. μτφ., αυτός που αναφέρεται στην μπροστινή όψη ενός πράγματος: Σκοτώθηκε σε μετωπική σύγκρουση με ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετωπικῆς — μετωπικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

  • μετωπίδιος — μετωπίδιος, ία, ον (Α) μετωπιαίος, μετωπικός, τού μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • μετωπικότητα — η [μετωπικός] 1. το γνώρισμα τού μετωπικού 2. τεχνοτροπία τής αρχαίας γλυπτικής κατά την οποία κατασκεύαζαν τα αγάλματα να βλέπουν αυστηρά κατά μέτωπο και με απόλυτη συμμετρία τού δεξιού και τού αριστερού τους μέρους …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • μετωπικότητα — η 1. τεχνοτροπία στην αρχαϊκή γλυπτική (7ος 6ος αιώνας π.Χ.) κατά την οποία τα αγάλματα κατασκευάζονταν με αυστηρή κατά μέτωπο στάση (κούροι). 2. το να είναι κανείς μετωπικός: Η μετωπικότητα των αρχαίων αγαλμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”